- αἰσάλων
- αἰσάλων, eine kleine Falkenart
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αἰσάλων — merlin masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισάλων — (aesalon). Ονομασία αρπακτικού πτηνού που συγγενεύει με το γεράκι. Έχει ισχυρό ράμφος, κυρτό στην άκρη του και μακριές φτερούγες. Υπάρχουν δύο είδη α.: ο πετρίτης και ο περιστεροφάγος. Ο πρώτος ζει στην Ευρώπη και στη δυτική Ασία και ο δεύτερος… … Dictionary of Greek
αἰσάλωνα — αἰσάλων merlin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσάλωνι — αἰσάλων merlin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)